-
1 συνθετού
-
2 συνθετοῦ
-
3 συνθέτου
σύνθετοςput together: masc /neut gen sgσύνθετοςput together: masc /fem /neut gen sgσυνθέτηςcomposer: masc gen sg -
4 σύν-θετος
σύν-θετος, zusammengesetzt, ἔκ τινων, Plat. Phil. 29 e; τῷ συντεϑέντι τε καὶ συνϑέτῳ ὄντι φύσει, Phaed. 78 b, u. öfter, wie Folgde. – Dah. erdichtet, λόγοι, Aesch. Prom. 689, wie Plat. σύνϑετον καὶ πλαστόν vrbdt, Soph. 219 a; – verabredet, ἐκ συνϑέτου, verabredetermaßen, Her. 3, 86; – συνϑετός, was sich zusammensetzen läßt, Arist. poet. 20, 8.
-
5 συνθετον
-
6 σύνθετος
σύν-θετος, ον, also fem. συνθέτη (or συνθετή as in Lys.Fr.34, Arist.Ph. 265a21, Metaph. 1051b27, al.): ([etym.] συντίθημι):—A put together, compounded, composite, Pl.Phd. 78c, al.; of a centaur, διαιρετὸς.. καὶ πάλιν ς. X.Cyr.4.3.20, cf. Lys.l.c.; τὸ ς. the composite part of man, Arist.EN 1178a20;σ. ἐκ πολλῶν Pl.R. 611b
;ἐκ τῶν αὐτῶν Id.Phlb. 29e
; σ. ἀναγνώρισις complex, Arist.Po. 1455a12.2 σύνθετον, τό, compound, Id.Ph. 187b12; τὰ ς., opp. τὰ στοιχεῖα, Id.Cael. 306b20, cf. Metaph. 1070b8; so ἡ σύνθετος οὐσία ib. 1043a30; ἡ συνθέτη οὐσία ib. 1023b2, cf. de An. 412a16;αἱ μὴ σ. οὐσίαι Id.Metaph. 1051b27
; cf.σύγκειμαι 11.4
.3 in various technical senses,a in Grammar, φωνὴ ς. a. compound sound, i.e. a syllable, Id.Po. 1456b35; or a word, ib. 1457a11; φωνῶν αἱ μὲν ἁπλαῖ (e.g. Δίων) , αἱ δὲ ς. (e.g. Δίων περιπατεῖ) S.E.M.8.135; σ. ὀνόματα compound nouns, Arist.Rh.Al. 1434b34, Demetr.Eloc.91, Philomnest. 2;σ. σχῆμα D.T.635.21
; σ. προσηγορία (e. g. ὑπνώδης καταφορά) Gal.7.643. Adv.- τως Str.13.2.5
, Sor.2.26, Gal.6.549.b in Metre and Music, σ. ῥυθμός a compound foot, Pl.R. 400b; [διαστήματα] ς. Aristid.Quint.1.7, cf. Plu.2.1135b;ἁρμονίαν εἶναι σ. πρᾶγμα Pl.Phd. 92a
.c in Arithmetic, σ. ἀριθμός a number composed of several factors, Arist.Metaph. 1020b4, Euc.7 Def.14.d in Medicine, σύνθετα solid excrements, Hp.Coac. 109: also φάρμακον ς. compound drug,τὸ ξ. [φάρμακον] τὸ διὰ τῆς λιμνήστιδος καὶ εὐφορβίου καὶ πυρέθρου Aret.CD1.2
, cf. Hsch. s.v. φαρικόν.III metaph., agreed upon, covenanted, ὥσπερ ἐκ συνθέτου by agreement, Hdt.3.86.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνθετος
-
7 σύνθετος
σύν-θετος, zusammengesetzt. Dah. erdichtet; verabredet, ἐκ συνϑέτου, verabredetermaßen; συνϑετός, was sich zusammensetzen läßt
См. также в других словарях:
συνθετοῦ — σύνθετος put together masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέτου — σύνθετος put together masc/neut gen sg σύνθετος put together masc/fem/neut gen sg συνθέτης composer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απλοποίηση — Η μετατροπή κάποιου σύνθετου ή περίπλοκου σε απλή μορφή ή κατάσταση. (Γραμμ.) Α. είναι η αντικατάσταση ενός σύνθετου ή πιο δυσνόητου στοιχείου της γλώσσας με άλλο πιο απλό και ευκολονόητο, π.χ. αντί ελθέτω, ας έλθει. (Μαθημ.) Α. είναι η μετατροπή … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
Δημητσάνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 611 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου καθώς και έδρα, μαζί με τη Μεγαλόπολη, της μητρόπολης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως. Η Δ. είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα, με… … Dictionary of Greek
-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Περσεφόνη — Χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι βασίλισσα του Κάτω κόσμου, πλάι στον σύζυγό της Άδη, και παράλληλα αγροτική θεότητα, κόρη της Δήμητρας, αναφερόμενη με την ιδιότητα αυτή ως Κόρη· μαζί με τη μητέρα της αποτελεί αδιαίρετη δυάδα. Ως… … Dictionary of Greek
άλειφος — ἄλειφος, το (Α) αμάρτυρος τύπος, ο οποίος εικάζεται από το μυκηναϊκό επίθ. we a re pe ή we ja re pe, που προσδιορίζει τη λ. ἔλαιον. Το ά συνθ. τού επιθ. είναι άγνωστης προελεύσεως, ενώ ως β συνθ. μπορεί να θεωρηθεί ο τ. ἀλειφές, που προϋποθέτει… … Dictionary of Greek
αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek
ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε … Dictionary of Greek